- καμαρωμένος
- η , ο милый, прелестный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek
καμαρώνω — καμάρωσα, καμαρώθηκα, καμαρωμένος 1. είμαι περήφανος για κάτι, κορδώνομαι: Καμαρώνει σαν νύφη. 2. βλέπω κάτι με θαυμασμό: Καμαρώνει τα παιδιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορθός — ή, ό 1. κατακόρυφος, όρθιος, στητός: Πάει ο γαμπρός σαν αϊτός, ορθός, καμαρωμένος (Κρυστάλλης). 2. αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, ούτε πλαγιάζει: Στάσου ορθός. 3. αυτός που σχηματίζει γωνία 90°: Ορθή γωνία. 4. μτφ., σωστός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)